άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
σεμεντίτης — ο, Ν (μεταλλ.) καρβίδιο τού σιδήρου που απαντά υπό μορφή στερεού διαλύματος στον χάλυβα και στον χυτοσίδηρο … Dictionary of Greek
συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… … Dictionary of Greek
ταντάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ta. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 73, ατομικό βάρος 180,95, ένα σταθερό ισότοπο και δύο ραδιενεργά. Στη φύση βρίσκεται σε διάφορα ορυκτά και συνοδεύεται, γενικά,… … Dictionary of Greek
βολφράμιο ή τουνγκστένιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το… … Dictionary of Greek
θερμίστορ — Θερμική αντίσταση που έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται έντονα με τη μεταβολή της θερμοκρασίας. Οι θ. αποτελούνται από μικρούς κρυσταλλικούς ημιαγωγούς ενδογενείς ή προσμείξεων και είναι από τα πιο απλά ημιαγωγικά εξαρτήματα. Διακρίνονται σε θ.… … Dictionary of Greek